μελοκόπος

μελοκόπος
μελο-κόπος, ον, (μέλος A, κόπτω) = Lat.
A articulator, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μελοκόπος — μελοκόπος, ον (Α) αυτός που ακρωτηριάζει τα μέλη τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + κόπος (< κόπτω) πρβλ. ξυλο κόπος] …   Dictionary of Greek

  • μέλος — το (ΑM μέλος) 1. εξάρτημα τού κορμού ανθρώπου ή ζώου, που έχει διάταξη κατά ζεύγη και χρησιμεύει για τη μετακίνηση ή σύλληψη, αλλ. άκρο («κρεοκοποῡσι δυστήνων μέλη», Αισχύλ.) 2. καθένα από τα άτομα μιας ομάδας ή ενός συνόλου («τα μέλη τού… …   Dictionary of Greek

  • μελοκοπία — μελοκοπία, ἡ (Α) [μελοκόπος] η μελοκόπησις* …   Dictionary of Greek

  • μελοκοπώ — μελοκοπῶ, έω (ΑM) [μελοκόπος] ακρωτηριάζω τα μέλη τού σώματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”